κρησαρίστρα
Смотреть что такое "κρησαρίστρα" в других словарях:
κρησαρίστρα — η [κρησαρίζω] 1. κρησάρα 2. γυναίκα που κοσκινίζει το αλεύρι με κρησάρα … Dictionary of Greek
κρησάρα — κρησάρα, η και κρησαρίστρα, η λεπτό κόσκινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)